- ηθολογώ
- ασχολούμαι με την ηθολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηθολογώ — (Α ἠθολογῶ, έω) [ηθολόγος] νεοελλ. ασχολούμαι, καταγίνομαι με την ηθολογία αρχ. περιγράφω, μιμούμαι τα ήθη και τον χαρακτήρα κάποιου, είμαι ηθολόγος («κωμῳδία τις ἐστιν ἠθολογουμένη» είναι μια ηθογραφική κωμωδία, Λογγίν.) … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek